Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Ich bin einen Berliner. *
(ένα ταξιδιωτικό ρεπορτάζ για το Εργαστήριο Δημοσιογραφίας)


Ο συννεφιασμένος και γκρίζος ουρανός του, καμία σχέση δεν έχει με την βερολινέζικη ατμόσαφαιρα. Επισκέπτοντας την πόλη το καλοκαίρι υποθέτεις πως αυτοί οι βόρειοι είναι χαρούμενοι λόγω του ήλιου που σπάνια βλέπουν τους κρύους μήνες.. Ωστόσο αυτοί οι βόρειοι διαφέρουν από τους άλλους. Το Βερολίνο είναι ευδιάθετο 365 μέρες τον χρόνο και ακόμα και στους μείον δύο, κανείς δεν θα πει όχι στο μπουκάλι μιας παγωμένης Berliner Weisse.

Aν το πρώτο πράγμα που θα κάνεις φτάνοντας εκεί είναι να πάρεις το λεωφορείο, ίσως βρεθείς μπροστά σε έναν υπομονετικό κύριο, που μπορεί να μην μιλάει αγγλικά, αλλά δεν θα ξεκινήσει το όχημα μέχρι να καταλάβει που ακριβώς θέλεις να πας. Και αν στη διαδρομή χαζεύεις τα ψηλά σπίτια με τα μεγάλα παράθυρα και ξεχαστείς ή κοιμηθείς ακόμα, δεν θα διστάσει να περιμένει αρκετή ώρα φωνάζοντάς σε, μέχρι να καταλάβεις πως έφτασες στον προορισμό σου. Μια πρώτη επαφή με την συνήθη βερολινέζικη εξυπηρέτηση...

Οι δρόμοι της γερμανικής πρωτεύουσας είναι ήσυχοι. Ο έλληνας ταξιδιώτης θα ξαφνιαστεί με την έλλειψη κυκλοφοριακού προβλήματος σε μια πόλη εμφανώς μεγαλύτερη από την Αθήνα. Τα αυτοκίνητα όμως δεν είναι λίγα. Είναι ακριβώς τόσα που να επιτρέπουν την ύπαρξη ποδηλατόδρομων σε κάθε λεωφόρο και δρομάκι, να αφήνουν τα δέντρα να ανανεώνουν το οξυγόνο, ενώ υπογραμίζουν διακριτικά τους ήχους της πόλης. Η μουσική του Βερολίνου είναι οι δονήσεις από τις ράγες του S-BAHN, τα κουδουνίσματα από τις κόρνες των ποδηλατών που σκοντάφτουν συνέχεια σε αφηρημένους τουρίστες και εκείνη η διακριτική –πολύγλωσση- βαβούρα της πλατείας που μπερδεύεται με τον αέρα.

Για μια πρώτη ιδέα σχετικά με την χωροταξική διάταξη και την αστική αισθητική του Βερολίνου, αρκεί μια βόλτα με τον S-BAHN , τον υπέργειο σιδηρόδρομο. Για την ακρίβεια μια βόλτα με τον S-BAHN είναι από μόνη της ψυχαγωγική. Το σιδηροδρομικό δίκτυο είναι ευρύ και διασχίζει την πόλη σχεδόν απ’άκρη σ’άκρη. Ο ενημερωμένος τουρίστας θα έχει ανά χείρας και έναν οδηγό με πιασάρικο τίτλο όπως «τα δέκα καλύτερα πράγματα για να δεις», οπότε το τρένο δίνει και την ευκαιρία μιας πρώτης επιλογής από αξιοθέατα.

Αλλά το Βερολίνο δεν είναι τα αξιοθέατά του. Και από τα παράθυρα του τρένου, αγνοείστε για λίγο την γεωμετρική απλότητα των σπιτιών ή την μεταμοντέρνα πινελιά των πρόσφατων οικοδομημάτων και παρακολουθείστε καλύτερα τους ανθρώπους. Γιατί το Βερολίνο είναι πάνω απ’όλα, οι Βερολινέζοι του.

Σε μια καλοκαιρινή μπόρα, ίσως τους δεις να κάνουν ποδήλτο ξυπόλητοι για να μην βρέξουν τα παπούτσια τους. Η γύμνια του σώματος δεν σοκάρει κυρίως γιατί δεν προτάσσεται ως αυτοσκοπός. Τα καλοκαίρια, ξαπλωμένοι στα καταπράσινα πάρκα τους, ρουφούν ήλιο, κάνοντας τα χειμερινά τους αποθέματα.

Φορούν καπέλα και ψωνίζουν ρούχα από δεύτερο χέρι. Οι υπαίθριες αγορές του Σαββάτου είναι τρόπος επικοινωνίας και προβολής νέων καλλιτεχών: σχεδιαστές κοσμημάτων αλλά και πάσης χρήσεως μικροαντικειμένων, με πρωτότυπη τεχνοτροπία και ενδιαφέρουσες αντιλήψεις για το design, στήνουν τους πάγκους τους δίπλα στους πωλητές ψητών λουκάνικων με κάρυ. Πάντα κάτι συμβαίνει στο Βερολίνο και δεν είναι υποχρεωτικό να επισκεφθείς τις αναρίθμητες και ενημερωμένες γκαλερί ή τα περίφημα μουσεία του, για να το ανακαλύψεις.

Η φημισμένη γερμανική οργάνωση είναι παντού παρούσα στην πόλη και καθιστά την αταξία της περισσότερο εντυπωσιακή. Τα φοιτητικά στέκια της περιοχής Friedrichshain, έχουν έντονο πολιτικό χαρακτήρα και μάλιστα πολλά από τα μπαράκια και τις pub βρίσκονται μέσα σε hausproject, κτίρια που τελούσαν υπό κατάληψη και τώρα τα διαχειρίζονται ομάδες αναρχικών της πόλης. Η punk βρωντοφωνάζει πως δεν είναι νεκρή, με πολλούς να αναθερμαίνουν την αισθητική της, όχι όμως εξελίσσοντάς τους κώδικες σε κάτι μετά-πανκ , αλλά διατηρώντας τον τρόπο περασμένων δεκαετιών, από τότε που η μουσική ήταν πρωτίστως πολιτική πράξη και τα τσιμεντένια τείχη της «αλλαγής» περιέβαλαν την πόλη.

Die Mauer. Το τείχος. Ένα γκρουπ κινέζων τουριστών το έχει καταλάβει και φωτογραφίζει ασταμάτητα. Κάθε φωτογραφία, ένα βήμα προς την απενοχοποίησή του. Γιατί το τείχος είναι σήμερα πόλος έλξης τουριστών με τον ίδιο τρόπο που μια γκιλοτίνα κινεί το ενδιαφέρον αυτών που ξέρουν πως δεν πρόκειται να διακινδυνέψουν το κεφάλι τους.

Σύμβολο του ψυχρού πολέμου και του ονείρου του σοσιαλισμού που έγινε εφιάλτης. Η προ του 1989 εποχή, οπότε και το τείχος κατέρρευσε, δεν είναι πολύ μακρινή και πολλοί από εκείνους που το υποστήριξαν και όσους το αναθεμάτισαν περπατούν ακόμα στους βερολινέζικους δρόμους. Λίγα χιλιόμετρα απομένουν πια από αυτό, με το μεγαλύτερο κομμάτι του, μήκους ενός χιλιομέτρου να είναι σήμερα μια ανοιχτή, δημόσια γκαλερί. Η east side gallery, αποτελείται από ζωγραφιές τοίχου, ντόπιων και ξένων καλλιτεχνών, με κοινό σημείο αναφοράς την ελευθερία και την σάτυρα των ολοκληρωτικών καθετώτων. Γραμμένα πάνω στο τείχος και πολλά ονόματα επισκεπτών. «Ηasta la vistoria siempre” γράφει κάποιος Francois, και λίγο παραπέρα «τα παιδιά από τις Σέρρες ήταν εδώ». Σε τουριστικά μαγαζάκια της πόλης, πωλούνται θρύψαλα μπετόν από το τείχος, σαν κομμάτια του τίμιου ξύλου σε εξωφρενικά μοναστήρια. Διεκδικείται ένα κομμάτι της ιστορίας, ακόμα κι όταν αυτή είναι πια μουσειακό είδος.

Διασχίζουμε την Unter den Linden για να καταλήξουμε στην φωτισμένη πύλη του Βραδενβούργου. Είναι βράδυ και οι δρόμοι ακόμα και αυτής της περίφημης οδού είναι άδειοι. Οι λίγοι που κυκλοφορούν είναι τουρίστες που δεν χάνουν ευκαιρία να φωτογραφίζουν την άδεια πλατεία. Την ημέρα και ειδικά όταν ο καιρός είναι καλός, το πλακόστρωτο μπροστά στην Πύλη, γεμίζει ποδηλάτες και νέους γονείς που βγάζουν βόλτα τα παιδιά τους με τα καροτσάκια. Η ζωή φαίνεται περισσότερο απλή, λιγότερο αγχώδης.

Τα πάρκα τους είναι σαν έξοδοι κινδύνου. Ελλείψει οποιασδήπτε πινακίδας, «μην πατάτε το γρασίδι» και «απαγόρευονται τα σκυλιά», μπορούν να ξαπλώνουν κάτω από τα δέντρα και να αθλούνται με χαλαρό τρέξιμο παρέα με τους τεράστιους τετράποδους φίλους, που το μέγεθός τους καθιστά απαγορευτική τη ζωή στο διαμέρισμα. Θα τους δεις να ταίζουν ευτυχισμένες πάπιες σε μια μεγάλη τεχνητή λίμνη και να επιστρέφουν νωρίς σπίτι από τον περίπατο. Η νυχτερινή ζωή τους χειμερινούς μήνες, αρχίζει από τις έξι και πάντοτε από ένα ποτήρι μπύρας.

Χαθήκαμε αρκετές φορές μέσα στην πόλη. Στην πλατεία Alexanderplatz ρωτήσαμε πολλούς περαστικούς για τον δρόμο. Για την χαρά της ανθρώπινης επαφής και μόνο. Το danke δεν εκφέρεται σχεδόν ποτέ δίχως το schőn, κι αυτή η ένθερμη ευχαριστία προς κάποιον άγνωστο είναι απόδειξη της ευγενούς ιδιοσυγκρασίας τους. Σε κάθε περίπτωση ο ζεστός τρόπος των Βερολινέζων καταρρίπτει όλα τα κλισέ για τους ψυχρούς κατοίκους του Βορρά και την αποκλειστικότητα της ευδιαθεσίας που διεκδικούν οι νότιοι με το μεσογειακό ταμπεραμέντο.

Παίρνουμε το μετρό προς Pankow, θα κατεβούμε στη Rosa Luxembourg. Στην διαδρομή παρατηρώ έναν ζητιάνο που μοιάζει να έχει ξεφύγει από τα σελιλόιντ του βωβού κινηματογράφου. Το παλτό του έχει τριμένους αγκώνες και παράταιρα μπαλώματα, φοράει ένα φαρδύ καπέλο και τα μαύρα, τσαπλινικά παπούτσια του είναι σκισμένα στη μύτη και αποκαλύπτουν τα δάχτυλά του. Ελάχιστα λεπτά πιο πριν, ένας καλοντυμένος ξανθός νεαρός μας είχε πλησιάσει, πουλώντας μας την ΜΟΤΖ, την εφημερίδα των Αστέγων του Βερολίνου.

Φτάνουμε στο κατάλυμά μας, μετά από έναν περίπατο μέσα στο τσουχτερό κρύο. Στο απέναντι πεζοδρόμιο υπάρχει μια μεγάλη διαφήμιση της adidas. Παρατηρώ πως κάποιος έχει επέμβει με έναν μαύρο μαρκαδόρο στα πρόσωπα των μοντέλων που διαφημίζουν το προιόν. Όχι απλά μουστάκια και μαυρισμένα δόντια. Συννεφάκια κόμιξ με κάτι γραμμένο στα γερμανικά και ζωγραφισμένα δίπλα σώματα φτωχοντυμένων ανθρώπων. Το εκλαμβάνω ως καίριο σχόλιο, ένα μικρό έργο τέχνης του δρόμου. Την επόμενη μέρα δεν υπάρχει τίποτα να χαλάει την διαφήμιση. Κάποιος ανταπάντησε με νερό και πανί και έσβησε τις μουτζούρες από την πλαστικοποιημένη επιφάνεια. Η κανονικότητα και η ομοιομορφία δεν λείπουν από το Βερολίνο αλλά είναι αυτές που εμπνέουν και νοηματοδοτούν την ανατρεπτικότητα.

Δεν ανταλάσσεται μια βόλτα με το ποδήλατο στους δρόμους του Βερολίνου. Η ελευθερία της ευελιξίας, η δυνατότητα να επιλέγεις όποιο μονοπάτι θες, να σταματάς οπουδήποτε για να χαζέψεις τον δρόμο. Παρά το ένοχο παρελθόν αυτή η πόλη γαλουχεί ελεύθερους ανθρώπους, ελαφρώς μεθυσμένους ορισμένες φορές, αλλά και πάντοτε ουσιαστικά και νηφάλια χαμογελαστούς.


*φράση του Κένεντι, που θα την έλεγα κι εγώ αλλά με πρόλαβε.
Διασχίζοντας την Λήμνο
(*ένα άχρονο ταξιδιωτικό ρεπορτάζ για το Εργαστήριο Δημοσιογραφίας)

Από το παράθυρο του αεροπλάνου φαίνεται πια ξεκάθαρα η επιφάνεια του νησιού. Η Λήμνος του Απρίλη είναι καταπράσινη από τις χλωρές εκτάσεις δημητριακών, τα αμπέλια, τους απέραντους κάμπους. Τα χωράφια μοιάζουν από ψηλά με πολύχρωμα μπαλώματα: ανάμεσα στις καλλιέργειες μια παρένθεση από παπαρούνες, κατακίτρινες μαργαρίτες και σινάπι. Σκόρπιες ανάμεσα στους μικρούς λόφους, οι λιθόκτιστες μάντρες για τα ζώα και σαν άσπρόμαυρες πινελιές από ψηλά, πρόβατα, αγελάδες και άλογα. Σε λιγα λεπτά προσγειωνόμαστε σε κείνη που στα ομηρικά έπη αναφέρεται ως «η πιο όμορφη απ’όλες τις στεριές». Αλλά η αυθεντία του Ομήρου δεν είναι το επιχείρημα που ζητάμε για να ξεκινήσουμε την ανακάλυψη του τόπου∙ είναι μάλλον το συμπέρασμα που πρόκειται να καταλήξουμε.

Την είπαν και Ανεμόεσσα και δεν είναι να απορεί κανείς γιατί. Ποτέ δεν σταματάει να φυσάει σ’αυτήν την ακρούλα του Βoρείου Αιγαίου και τα δέντρα έχουν πάντα μια περίεργη κλίση. Λόγω των ανέμων αλλά και της φύσης του εδάφους, η Λήμνος δεν έχει πολλά δέντρα, ωστόσο δεν είναι ενα τυπικό ξερονήσι. Το χώμα της είναι γόνιμο και σπαρμένο απ’άκρη σ’άκρη. Τα στάχυα της δίνουν, το καλοκάιρι, το χαρακτηριστικό χρυσαφί χρώμα της, ενώ την άνοιξη, που τα πάντα είναι ανθισμένα, είναι ειρωνικά καταπράσινη.

Κατευθυνόμαστε νοτιοανατολικά. Περνάμε τον Μούδρο, το κεφαλοχώρι του ομώνυμου δήμου και παλιό λιμάνι του νησιού. Σε αυτή την πλευρά της Λήμνου υπάρχουν τα περισσότερα απομεινάρια των αρχαίων χρόνων. Ανατολικά του χωριού Καμίνια, βρίσκεται η Πολιόχνη, η πρώτη οχειρωμένη πόλη της Ευρώπης, όπου και η πρώτη εμφάνιση της Δημοκρατίας, όπως μαρτυρά το βουλευτήριο που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη. Η Λήμνος φαίνεται να κατοικείται ήδη από την τέταρτη χιλιετία π.Χ.

Συνεχίζουμε βόρεια, περνώντας τα χωριά Ρουσοπούλι, Ρωμανού και Ρεπανίδι. Στον δρόμο, οι άνθρωποι μας χαιρετούν με ένα συγκαταβατικό γνέψιμο του κεφαλιού. Οι παλιές κυράδες φορούν φακιόλια μαύρα ή λευκά, και στέκονται στις αυλόπορτες, βγάζουν τις καρέκλες τους στα στενά δρομάκια, ή κάθονται πάνω στα πεζούλια –στο σκλι-, σιγοκουβεντιάζοντας μέχρι το σούρουπο. Οι στενοί δρόμοι των χωριών, θυμίζουν τούρκικους μαχαλάδες και τα παλιά σπίτια που στέκουν πια ερημωμένα, είναι μοναδικά δείγματα της τοπικής αρχιτεκτονικής. Το περίτεχνο δούλεμα της πέτρας και τα εξαιρετικά λιθανάγλυφα δεν είναι προνόμιο μόνο των αρχοντόσπιτων∙ ακόμα και στα σπίτια των χωρικών λίγο φαίνεται ο αρμός ανάμεσα στις πέτρες.

Θα σταθούμε λίγο στο Κοντοπούλι, κατευθυνόμενοι βορειανατολικά, να δούμε την αλυκή και την χορταρολίμνη, προστατευμένες περιοχές οικολογικού ενδιαφέροντος. Είναι η εποχή που μεταναστεύουν τα Φλαμίγκος. Ήρθαν για τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού και μετά θα πάρουν πάλι το δρόμο της επιστροφής προς την Αφρική. Ένα ροζ σύννεφο, από τέσσερις χιλιάδες εξωτικά πουλιά, σε ένα ακρητικό νησί ψαράδων και κτηνοτρόφων.

Στο δρόμο προς την Πλάκα, το ακριανότερο χωριό του νησιού στην βορειανατολική πλευρά, η απεραντοσύνη του τοπίου κόβει την ανάσα. Υπάρχει κάτι σε αυτό το νησί, που ξεπερνά τη νησιωτική του ιδιότητα. Μοιάζει αχανές και σε αφήνει με την εντύπωση πως ότι βλέπεις, μπορείς να το δεις μόνο μία φορά: μετά χάνεται, και συ ανακαλύπτεις κάτι καινούριο που με τη σειρά του και πάλι θα χαθεί και πρέπει να το ζήσεις τη στιγμή που σου αποκαλύπτεται. Ο ήλιος του απογεύματος, βάφει τα σύννεφα πορτοκαλιά κι έτσι όπως χορεύουν τα στάχυα με τον αέρα, αισθάνεσαι μια περίεργη ευγνωμοσύνη για τον τόπο που σε φιλοξενεί και σχεδόν μια μυστηριακή μέθεξη. Λίγο δυτικότερα, ένας χωματόδρομος ανάμεσα στα σπαρτά οδηγεί στο ιερό των Καβείρων. Μαγικές τελετές της αρχαιότητας που παραμένουν μυστικές ακόμα και σήμερα, ευθύνονται μεταξύ άλλων για την ιδιαίτερη ενέργεια του νησιού. Στα αρχαία χρόνια, ξακουστή ήταν η «λήμνια γη», ένα φάρμακο για μια σειρά ασθενειών, παρασκευασμένο από το χώμα του νησιού, με χαρακτηριστική σφραγίδα –σήμα κατατεθέν, για να ξεχωρίζει η γνησιότητά του. Ακριβώς κάτω από τα Καβείρια, εκεί που σκάνε τα κύματα του Αρχιπελάγους, είναι η σπηλιά που φιλοξένησε για δέκα χρόνια τον Φιλοκτήτη, τον μυθικό ήρωα που μόνο με τα όπλα του, έλεγε ο χρησμός, πως θα παρθεί η Τροία. Λίγο νοτιότερα και στα δυτικά, βρίσκεται και η αρχαία Ηφαιστεία, πόλη αφιερωμένη στον προστάτη του νησιού που από τα υπόγεια εργαστήριά του, δίδαξε στους Λημνιούς την τέχνη της Φωτιάς.

Ένα υψωματάκι λίγο έξω από το χωριό Πλάκα, μας επιτρέπει να διακρίνουμε καθαρά στον ορίζοντα την Ίμβρο. Αν στο γειτονικό νησί ανάψει φωτιά, η κάπνα φτάνει μέχρι το χωριό-παρηγοριά για τους πρόσφυγες που λησμονούν τους χαμένους τόπους τους. Στο λιμάνι του χωριού οι ψαράδες τακτοποιούν τα παραγάδια τους για το βραδινό ξάνοιγμα στη θάλασσα. Καμιά φορά στα δίχτυα τους βρίσκουν κομμάτια από πήλινες στάμνες και άγνωστα αντικείμενα, γεμάτα απολιθώματα κοχυλιών και μικρών ζώων της θάλασσας.

Γυρνάμε προς τα πίσω, προς τα Δυτικά, προς την πρωτεύουσα Μύρινα, που οι ντόπιοι λένε ακόμα «Κάστρο». Στον δρόμο οι κουρούνες συναγωνίζονται με το αμάξια, κάποιες χτυπάνε στα παρμπρίζ και αφήνουν την τελευταία τους πνοή στην άσφαλτο. Φρενάρεις απότομα μπροστά σε σκατζόχοιρους που διασχίζουν όσο πιο γρήγορα μπορούν τον δρόμο και τρομάζεις από τα αγριοκούνελα που εξαφάνιζονται όσο αστραπιαία εμφανίστηκαν στο διάβα σου.

Στη μέση του πουθενά, μικρά άσπρα ξωκλήσια, μοιάζουν ξεχασμένα. Αλλά όταν σύρεις το σύρτι της ξύλινης πόρτας, θα δεις τα καντήλια να σιγοκαίουν και έναν δίσκο με λίγα κέρματα. Στους άσπρους σταυρούς στέκονται πουλιά, κοράκια και κουρούνες, που τσιμπολογούν τους καρπούς των γύρω χωραφιών. Δεν είναι όμως μόνα: τα σκιάχτρα στα χωράφια, φτιαγμένα από καλάμια, κουρελούδες, και σκισμένα ρούχα, ασκούν το φόβητρό τους. Χάρη στην ευρηματικότητα των ντόπιων κάποια αποκτούν περιστροφική κίνηση με το φύσημα του αέρα. Ένα ψηλό σκιάχτρο με αθλητικό καπέλο κρατάει μια ξύλινη πλάκα που γράφει «Ξου Έρμες!».

Βάρος, Καρπάσι, Λιβαδοχώρι, ο δρόμος προς τη Μύρινα. Αν κάνουμε μια παράκαμψη και περάσουμε την Καλλιθέα, την Κούταλη, το Πορτιανού και τα Τσιμάνδρια, θα φτάσουμε στον Κοντιά, που λέγεται ότι είναι ίσως το ομορφότερο χωριό του νησιού. Τα εμβάσματα των Αιγυπτιωτών Λημνιών, γίναν όμορφα αρχοντικά με αυλές γεμάτες λουλούδια και περίτεχνες αυλόπορτες. Πιο πέρα, οι πέτρινοι ανεμόμυλοι, που μπορείς να μπερδέψεις με γίγαντες, ακόμα κι αν στερείσαι της δονκιχωτικής ιδιοσυγκρασίας, γίνονται παιχνίδι για τα παιδιά του χωριού, που κάνουν τα χαλάσματα ορμητήρια.

Περνάμε το Θάνος, το Πλατύ και στεκόμαστε έκθαμβοι μπροστά στη Βασίλισσα. Η Μύρινα, η πρωτεύουσα, είναι σίγουρα ένα από τα στολίδια του νησιού. Η ανάβαση στο κάστρο που χρονολογείται πριν τον 11ο αιώνα, μπορεί να είναι λιγάκι κουραστική αν συνήθισες στην ευκολία της ευθείας. Ελάφια τρέχουν από τη μια μεριά του κάστρου στην άλλη. Καμιά φορά χάνονται και κατεβαίνουν μέχρι τα σπίτια και τρώνε τα αγιοκλίματα και τους κατηφέδες από τις γλάστρες. Από το ψηλότερο σημείο του Κάστρου η θέα είναι μοναδική. Απέναντι το Άγιον Όρος και το μπλε του Αιγαίου και κάτω η Μύρινα με τα πλακόστρωτα σοκάκια της, το παλιό τζαμί, τον ρωμέικο και τον τούρκικο γυαλιό.

Η Μύρινα, κόρη του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα, παντρεύτηκε τον πρώτο βασιλιά της Λήμνου Θόαντα και έκαναν μια κόρη την Υψιπύλη. Θα ήταν μια γενιά ευγενών που θα ξεχνιόταν στο πέρασμα του χρόνου, αν η Υψιπύλη μαζί με τις γυναίκες της Λήμνου, δεν σκότωναν εν μία νυχτί όλο τον αντρικό πληθυσμό του νησιού. Επειδή παρέλειψαν την λατρεία της Αφροδίτης, η θεά της τιμώρησε κάνοντάς της δύσοσμες και έτσι οι άντρες προτίμησαν γυναίκες από τη Θράκη. Το σχέδιο της εκδίκησης όμως δεν άργησε να οργανωθεί και ακόμα και σήμερα, το ακρωτήρι από το οποίο πέταξαν στην θάλασσα και έπνιξαν οι Λημνιές τους άντρες τους, ονομάζεται Πέτασος. Οι αργοναύτες, στην πορεία τους προς την Κολχίδα, σταμάτησαν στο νησί και ο Ιάσονας απέκτησε με την, βασίλισσα πια, Υψιπύλη, δύο γιους. Χρόνια αργότερα, η Υψιπύλη κρεμάστηκε από τις κατοίκους του νησιού, όταν αποκαλύφθηκε ότι τη νύχτα του φονικού, φυγάδευσε και γλίτωσε τον πατέρα της. Κατάμεστη από μύθους και θρύλους, η Λήμνος αν είχε πρόσωπο θα ήταν αυτό μιας αμαζόνας παρόμοιας των αρχαίων γυναικών της. Είναι τόπος γλυκός και αδάμαστος μαζί.

Και ανεπιτήδευτος. Η τουριστική ανάπτυξη έχει αφήσει έξω στις περισσότερες περιπτώσεις το κομμάτι εκείνο της «αξιοποίησης» που καταστρέφει οτιδήποτε αυθεντικό για να το μετατρέψει απλά σε ωραίο. Οι σύγχρονοι περιηγητές και οι ταξιδιωτικοί ρεπόρτερς το επιβεβαιώνουν: η σχεδόν άγνωστη Λήμνος δεν φιγουράρει σε ιλουστρασιόν ταξιδιωτικά φυλλάδια και γίνεται περισσότερο γνωστή από τις διηγήσεις των φαντάρων που ανακαλούν με δυσαρέσκεια τον «τόπο εξορίας» τους. Αυτή η απουσία του νησιού όμως, από τα κέντρα τουριστικού ενδιαφέροντος, διατήρησαν την μοναδικότητα και τους παλιούς τρόπους, χωρίς να κλείσουν το νησί στον εαυτό του. Οι ξένοι επισκέπτες δεν του λείπουν, είναι όμως συνήθως αυτοί με το σουλούπι του εξερευνητή. Για τους πιο κοσμοπολίτες ωστόσο, οι επιλογές των ακριβότερων ξενοδοχείων της Ελλάδας, των δυνατών μπιτ της νυχτερινής ζωής και των καταλληλότερων παραλιών της χώρας για σέρφ, παραμένουν.

Είναι μόλις Απρίλης και αν και ο καιρός παέι να θυμίσει καλοκαίρι, η θάλασσα δεν έχει ακόμα ζεστάνει. Παραλίες με ατέλειωτες αμμουδιές, με βοτσαλάκι, δίπλα σε σπηλιές και απόκρημνα βράχια, είναι τα 259 χιλιόμετρα της ακτογραμμής. Στα βορειοδυτικά όμως του νησιού, στις Παχιές Αμμουδιές, ένας άλλος κόσμος, τα 70 στρέμματα αμμοθινών! Αν δεν είναι τα τερτίπια της ερήμου αυτά που δημιουργούν την εικόνα, νομίζεις πως βλέπεις έναν βερβερίνο να πλησιάζει καβαλάρης στην καμήλα του. Η πολυσυλλεκτικότητα τοπίων είναι ο πραγματικός κρυμμένος θησαυρός του τόπου. Χωρίς προκαταλήψεις και όχι με πνεύμα τοπικιστικό, νομίζεις πως η Λήμνος είναι ένα μεγάλο παζλ, που συνδέει κομμάτια από όλες τις άκρες του κόσμου: εξωτικά πουλιά και ερημικές εκτάσεις, ηφαίστεια, δάση απολιθωμένα, τρεχούμενα νερά και χωράφια με κυλινδρικά δεμάτια σανό, ήρεμες παραλίες και μανιασμένη ωκεανίσια θάλασσα που σκάει πάνω στα άγρια βράχια.

Η Λήμνος διδάσκει τελικά τη μεθοδολογία κατανόησης κάθε τόπου. Οξύνει την παρατηρητικότητα και μαθαίνει στα μάτια να αναζητούν τον ορίζοντα. Αποκαλύπτει την πεμπτουσία του ταξιδιού. Είναι μια αρχή για εκολαπτόμενους ταξιδευτές, αλλά και τόπος κατάληξης∙ μια ακόμα Ιθάκη.

Η Μυροβόλος Λήμνος, η Λευκή, η Κορώνα του Αιγαίου.

Θα πιεις λίγο από το εξαιρετικό λημνιό κρασί που έφερες πίσω στην πόλη και θα την θυμηθείς πάλι: τις γλυκιές καμπύλες των μικρών λόφων της, τη μυρωδιά του θυμαριού το καλοκαίρι και τα λιβάνια του Πάσχα την Άνοιξη, αγιορείτικα μετόχια και έναν κεχαγιά, δίχως την παραδοσιακή του φορεσιά, να ξεπλένει στην θάλασσα το τυρί που λένε μελίχλωρο. Μια παρέα νέων γιαλεύει, βγάζει αχινούς και πεταλίδες και μια αρχοντική φυσιογνωμία γιαγιάς κάθεται στον σοφρά, να πλάσει την χρυσή ζύμη, να κάνει τα φλομάρια. Θα φέρεις στο νου την ιδιαίτερη ντοπιολαλιά, ιδιώμα θρακιώτικο και μικρασιάτικο που θα σε αφήσει με τη βεβαιότητα ότι σύντομα θα ξανακοπιάσεις.

Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

Λαός (εξεγερμένος) και Κολωνάκι.
(*ένα ρεπορτάζ δρόμου για το Εργαστήριο Δημοσιογραφίας)


Βράδυ Τρίτης. Διασχίζουμε τη Σκουφά.

Οι αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο μεγάλες γειτονιές του κέντρου της πόλης, Εξάρχεια και Κολωνάκι, είναι εμφανείς και με γυμνό μάτι. Τις χωρίζει ένας δρόμος και ένα σύμπαν διαφορετικών κοσμοθεωριών ή ίσως μόνο στυλιστικών απόψεων∙ ή δεν τις διαφοροποιεί και τίποτα απολύτως. Το διπολικό αυτό ζευγάρι είναι πάντως από τα πράγματα που μας διχάζουν και ίσως μάλιστα από εκείνα που μας αρέσει να μας διχάζουν: τόσο ανώδυνο σαν το δίλλημα Kαρέζη-Bουγιουκλάκη, φερ’ειπείν.

Το ιδεολογικό χάσμα ίσως έχει ιδιαίτερο βάρος αλλά δεν είναι αυτό που μας απασχολεί καθώς διασχίζουμε την Σκουφά. Ρωτάμε τους περαστικούς κυρίως για την αισθητική και για αστικούς μύθους. Είναι ένα street reporting για τα κλισέ και τις συμβάσεις, αλλά αναπόφευκτα οδηγούμαστε και αλλού.

Η Ελίνα, 20, είναι φοιτήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και βγαίνει στο Κολωνάκι γιατί «της αρέσουν περισσότερο τα μέρη που έχει εκεί για να ψυχαγωγηθεί και να διασκεδάσει.» Την ρωτάμε αν έχει πάει ποτέ στα Εξάρχεια και απαντά χαμογελαστά πως «δεν ταιριάζει στο δικό της στυλ και ενδιαφέροντα. Αλλά δεν είναι μόνο θέμα στυλ», συνεχίζει. «Με φοβίζει η περιοχή πολύ πριν γινουν τα επεισόδια του Δεκεμβρίου. Υπάρχει μια κατάσταση ανεξέλεγκτη από ναρκωτικά ελεύθερα στους δρόμους, που εμένα δεν μ’αρέσει να τη ζω, όταν θέλω να χαλαρώσω..»

Η Ελίνα θα αναγνώριζε κάποιον που συχνάζει στο Κολωνάκι από το ντύσιμο, καθώς «μπορεί να ντύνεται ακριβά, ενώ κάποιος που συχνάζει στα Εξάρχεια μπορεί να φοράει πιο απλά ρούχα» και ειδικά για τα Εξάρχεια, τονίζει: «μπορείς να βρεις εκεί από ναρκωμανείς μέχρι άτομα από τα βόρεια προάστια που είτε βρίσκονται σε μια σύγχυση και δεν έχουν αποφασίσει ακριβώς τι ψάχνουν στη ζωή τους, είτε θέλουν να το παίξουν «κάπως», είτε απλά προτιμάνε αυτό το μέρος και αυτό τον τρόπο διασκέδασης». Όταν της ζητάμε να μας δώσει έναν χαρακτηρισμό για τις δύο περιοχές, δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι ικανοποιητικά αντιπροσωπευτικό για το κολωνάκι, ενώ για τα Εξάρχεια η απάντηση βγαίνει αβίαστα: «κουλτούρα...φαινομενική» μας λέει και με αυτό την αποχαιρετούμε για να συναντήσουμε σε λίγο τον Αλέξανδρο, 30, εργαζόμενο σε ένα παραδιπλανό «κολωνακιώτικο» κατάστημα εσωρούχων.

«Στο κολωνάκι συχνάζω πολύ, αλλά κατά συνθήκη, η δουλειά βλέπεις. Προτιμώ τα Εξάρχεια με τρέλα!» Ο Αλέξανδρος έχει πολλά να απαντήσει στις ερωτήσεις μας και με πολύ ενθουσιασμό. «Εγώ να στα πω», μας λέει και συνεχίζει με ύφος: «το κολωνάκι ζει το σύνδρομο της επαρχίας. Με το που έρχονται τα βλαχαδερά κατεβαίνουν στο Κολωνάκι. Στα εξάρχεια πάνε οι νορμάλ Αθηναίοι άνθρωποι που δεν φοβούνται τα παιδιά με τις κουκούλες, γιατί δεν είναι των Εξαρχείων τα παιδιά αυτά!» Πώς είναι οι άνθρωποι των δύο περιοχών; «Επειδή όλοι έχουν βάλει στο μυαλό τους κάτι για το Κολωνάκι, λειτουργούν σαν να είναι βέροι κολωνακιώτες, αυτό σημαίνει προύχοντες,, δηλαδή έχω τα λεφτά και μπορώ να κάνω ότι θέλω. Αν τους τινάξεις ανάποδα ούτε ένα σεντς δεν θα πέσει. Καρακατσουλιά και δευτεράτζες όλοι. Στα Εξάρχεια νομίζω ότι είναι πιο ντόμπροι και φυσιολογικοί οι άνθρωποι, παρ’ότι η διαφορά είναι δυο οικοδομικά τετράγωνα.» Ο Αλέξανδρος αναγνωρίζει ότι η αγορά του Κολωνακίου είναι σαφώς πιο ανεπτυγμένη, αλλά αν και στα Εξάρχεια η αγορά είναι περιορισμένη, είναι καλή. Αυτό όμως είναι και το σημείο που συνοψίζει ίσως την διαφορά, ανάμεσα στα δύο∙ το κολωνάκι είναι πρωτίστως ένα εμπορικό κέντρο και η αισθητική και τα ζητούμενα των ανθρώπων διαμορφώνονται με βάση αυτό. Ρωτάμε τον Αλέξανδρο για την αισθητική των δρόμων και των μαγαζιών και μας απαντάει αφοπλιστικά: «το κολωνάκι είναι ότι βρήκα έβαλα, τα Εξάρχεια είναι λίγο το άπλυτο αλλά αυτό το βρίσκω πιο οικείο..».

Και για την κόντρα των δύο περιοχών, αν υπάρχει, τί έχει να πει; «η εμμονή με κάτι τέτοιο είναι κομπλεξισμοί τους καθενός. Φυσικά και υπάρχει διαφορά, αλλά ο αντίλογος είναι μια παραγωγική διαδικασία και καλώς υπάρχει. Περισσότερος κόσμος περνάει ωστόσο, από το Κολωνάκι, είτε γιατί θεωρείται safe, είτε γιατί θεωρείται trendy, είτε γιατί θεωρείται μόδα, είτε γιατί είναι μια σταθερή αξία. Και πράγματι, ο χρόνος το έχει καταστήσει τέτοια∙ είναι άλλωστε ένα εμπορικό κέντρο πολλά χρόνια. Τα Εξάρχεια πάντα ζούσαν στην υποβάθμιση, ισχύει το άβατό τους, δεν μπορώ να καταλάβω πως συνέβη αυτό και πως λειτουργεί, αλλά δεν συμφωνώ στην ίδια πόλη που μεγαλώνεις, που ζεις, να φοβάσαι να κυκλοφορήσεις στον δρόμο. Είναι καταστρατήγηση της ελευθερίας παντελώς.» Συνεχίζουμε την κουβέντα με τον Αλέξανδρο για την πρόσφατη επίθεση κουκουλοφόρων στη Σκουφά, όπου υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας∙ οι κουκουλοφόροι χτύπησαν και το μαγαζί στο οποίο δουλεύει. Διαφωνεί με τον στόχο των κουκουλοφόρων καθώς οι περισσότεροι ιδιοκτήτες καταστημάτων της περιοχής δεν ανήκουν, όπως μας λέει, στην ευνοούμενη τάξη. «Δεν μπορεί να είναι ιδεολογικός στόχος το Κολωνάκι. Θα ήταν πιο δίκαιο να μην σπάσουν κανενός ανθρώπου την περιουσία και να κάτσουν να τα βάλουν με τα ΜΑΤ επί ώρες και να περάσουν να σπάσουν τη Βουλή». Κλείνει δίνοντας μας τον μονολεκτικό χαρκτηρισμό που του ζητάμε για τις δύο περιοχές: «κολωνάκι: δήθεν, εξάρχεια: cool», χωρίς δεύτερη σκέψη!

Αφήνουμε για λίγο το Κολωνάκι (θα επιστρέψουμε αργότερα) και κατευθυνόμαστε προς τα ‘κει απ’όπου έρχεται η φασαρία. Είναι σχεδόν έντεκα, αλλά τα καφέ γεμάτα από φοιτητές. Από κάπου βγαίνει καπνός. Λίγο πιο κάτω ένας κάδος σκουπιδιών έχει πάρει φωτιά. Ένα συνηθισμένο βράδυ μιας καθημερινής, βρισκόμαστε στην οδό Οικονόμου, σε ένα μικρό, διώροφο μπαρ και μια παρέα φοιτητών Νομικής είναι πανέτοιμη να μας μιλήσει (και να μας μυήσει!) για αυτό που όλοι τους, ανεξαιρέτως, αναγνωρίζουν ως δεύτερο σπίτι τους.

Ο Μάνος, η Τζένη, η Αγγελική, ο Αντρέας, ο Άγγελος και η Βανέσα είναι από 19 έως 21 χρονών. Πίνουν μπύρες, καφέδες και ζεστές σοκολάτες μετά από μια ακόμα κουραστική μέρα «ποινικών ενοχικών» και «συνταγματικών» μαθημάτων. «Εξάρχεια ή κολωνάκι», ρωτάμε δήθεν πως δεν ξέρουμε την απάντηση. Η συζήτηση παίρνει φωτιά και δεν χρειάζεται να κάνουμε άλλες ερωτήσεις.

Εξάρχεια δαγκωτό. Εξάρχεια από άποψη. Για λόγους ιδεολογικούς αλλά και καθαρά αισθητικούς. Για όλους τους λόγους μάλλον. Έτσι φαίνεται να σκέφτονται.

«Εμένα μ’αρέσει και το Κολωνάκι», τολμάει να πει η Αγγελική. «Ε βέβαια αφού ντύνεσαι σα δαπίτισσα, με τα καπελάκια και τα ξέρω ΄γω» αντιγυρίζει ο Αντρέας. Οι υπόλοιποι γελάνε. «Εμένα πάντως μου αρέσουν και τα δύο, και το χαλαρό τωνΕξαρχείων αλλά και η αισθητική του Κολωνακίου», συνεχίζει. «Όχι τόσο ο κόσμος του. Στα εξάρχεια είναι βέβαια πιο άνετα τα πράγματα ενώ στο Κολωνάκι θα φοβηθείς να μπεις στο μαγαζί, δεν ξέρεις πως θα σε κοιτάξουν και πρέπει πάντα να είσαι στην τρίχα. Είναι καταπιεστικό αυτό. Αλλά μ’αρέσει το Κολωνάκι κι όχι γιατί το λένε Κολωνάκι. Έχουν ένα ιδιαίτερο στυλ τα μαγαζιά εκεί. Γενικά όμως μου αρέσει να βγαίνω σε διαφορετικά μέρη». Ο Αντρέας δεν συγκρατείται για πολύ ακόμα: «μπορείς να παίξεις στο Κολωνάκι ταύλι μέχρι τέτοια ώρα; Ο κόσμος είναι σνομπ, η μουσική αδιάφορη mainstream, εύπεπτη, όλοι με νεοπλουτίστικη συμπεριφορά και επιπλέον μπορεί να φας και πόρτα!» Η βανέσα συμπληρώνει: «δεν θα έλεγα όχι στο Κολωνάκι αλλά προτιμώ τα Εξάρχεια επειδή μπορείς να είσαι περισσότερο ο εαυτός σου και κανείς δεν σε κρίνει. Γενικά, βλέπει κανείς στα Εξάρχεια πολύ διαφορετικούς και ιδιαίτερους ανθρώπους και το κλίμα σε ωθεί σε συζητήσεις, στο να σκεφτείς πάντα κάτι παραπάνω».

«Υπάρχουν σαφώς και ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στον κόσμο που πηγαίνει στα Εξάρχεια και σε αυτόν που βγαίνει στο Κολωνάκι. Εδώ είμαστε πιο large, τα πράγματα είναι πιο ελεύθερα, εκεί αναγκάζεσαι να κρατάς μια υποκριτική στάση προκειμένου να αρέσεις στον κόσμο και αρκεί μια γύρα για να διαπιστώσεις την στημένη συπεριφορά. Ο κόσμος κάνει τα πάντα για να γίνει κοινωνικά αποδεκτός και μόλις νοιώσει έτσι, νομίζει ότι είναι και σε θέση να κρίνει τους άλλους. Πιστεύω πως είναι άτομα γεμάτα ανασφάλεια που επειδή δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους προβλήματα, ασχολούνται με την καμπούρα του διπλανού», θα μας πει η Τζένη.

Μπορεί ο τρόπος διασκέδασης να δείξει και άλλα πράγματα, όπως ας πούμε την πολιτική σου κατεύθυνση; «Δεν θα ήθελα να διαχωρίζουμε τόπους και να βάζουμε ταμπέλες», απαντά η Βανέσα, «αλλά ο τρόπος διασκέδασης μπορεί να λέει ορισμένα πράγματα για κάποιον, όμως ποτέ δεν τα λέει όλα. Συνολικά ο τρόπος ζωής σου, μπορεί να αποκαλύψει την πολιτική σου κατεύθυνση», προσθέτει η Τζένη.

«Εμένα πάντως με ενοχλεί που ο κόσμος πάει στο Κολωνάκι, όχι γιατί είναι καμιά ωραία περιοχή, αλλά γιατί είναι ( πιο σωστά ήταν) το Κολωνάκι», λέει η Αγγελική. «Επίσης δεν βρίσκεις πουθενά να παρκάρεις και δεν χάνουν ευκαιρία να σε γράψουνε», συνεχίζει τον συλλογισμό που άφησε στην μέση, ο Αντρέας.

«Είναι πολύ περίεργο που είμαστε δίπλα και είμαστε δυο διαφορετικοί κόσμοι. Ενώ είναι η ίδια περιοχή και από άποψη μέρους είναι η ίδια ομορφιά, έστω περισσότερο καλοδιατηρημένο το Κολωνάκι», διαπιστώνει η Αγγελική και η παρέα παραθέτει και άλλα παραδείγματα τέτοιων διαχωρισμών: «κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Πάτρα, ανάμεσα στις οδούς Γεροκοστοπούλου και Αγίου Νικολάου, όπου η πρώτη αντιστοιχεί στα Εξάρχεια και η δεύτερη στο Κολωνάκι, με όρους πρωτευούσης», λέει η Τζένη και ο Μάνος προσθέτει «στο Ηράκλειο έχουμε Μιλάτου και Χάνδακος, με την Μιλάτου σε ρόλο Κολωνακίου και τη Χάνδακος ως Εξάρχεια».

Και τελικά για τους «Κολωνακιώτες», τι έχουν να πουν; «Απλά τους αποφεύγουμε», λέει ο Αντρέας. «Οι κολωνακιώτες αποφεύγουν περισσότερο τους Εξαρχιώτες απ’ότι οι Εξαρχιώτες τους Κολωνακιώτες», διευκρινίζει ο Μάνος. Παρέα θα κάνατε; «Μα κάνουμε», συνεχίζει ο Μάνος. «Εγώ την έχω μέσα στο σπίτι μου, τι να πω;» δείχνει απηυδισμένη η Τζένη μιλώντας για την αδερφή της. «Πρέπει να αποδεχόμαστε τους ανθρώπους και τα πιστεύω του καθενός, αυτό σημαίνει και Εξάρχεια άλλωστε. Πρέπει να κάνουμε παρέα και με διαφορετικούς ανθρώπους, γιατί μέσα από την αντιπαράθεση και το διάλογο μπορείς κάπου να καταλήξεις, ίσως και να αλλάξεις. Και στο κάτω κάτω εμάς που βρισκόμαστε στα Εξάρχεια, τι πρέπει να μας θεωρούν; Αλήτες;» καταλήγει η Βανέσα.
ο Αντρέας όμως ξεσπά: «Νομίζουν ότι είμαστε όλο μπάχαλοι που θα πάμε εκεί να τους πλακώσουμε. Έχουν όλοι μπαχαλοφοβία μωρέ!» Εσείς δεν φοβάστε; ρωτάμε. «Φυσικά και όχι», λέει ο Αντρέας και συνεχίζει με ένα αμυδρό χαμόγελο: «δεν τα φοβάμαι τα Εξάρχεια γιατί έχω αμάξι είκοσι χρονών ξεβαμένο, άρα δεν τρέχει τίποτα!» Και η Βανέσα προσθέτει: «Όλα αυτά είναι ένας μύθος, δεν έχεις να φοβηθείς κάτι πραπάνω από οπουδήποτε αλλού, δεν είναι άντρο μοχθηρών ανθρώπων που το μόνο που σκέφτονται είναι πως θα σου κάνουν κακό. Τα περισσότερα επεισόδια γίνονται για να προστατευθεί ο κόσμος των Εξαρχείων.»

«Ο κόσμος έχει σχηματίσει αρνητική εικόνα για την περιοχή και είναι κάτι που θέλω να το αλλάξω, στους γονείς μου τουλάχιστον που μπορώ. Γι’αυτό και γω λέω στην μητέρα μου συνέχεια ότι βγαίνω στα εξάρχεια. Και της το τονίζω!» λέει ο Μάνος,

«Και σχετικά με τα επεισόδια σε διάφορες περιοχές, και για τα πρόσφατα στη Σκουφά, όπου φαίνεται υπεύθυνος ο κόσμος των Εξαρχείων, εγώ πιστεύω ότι ήταν προβοκάτσια» εκτιμά ο Αντρέας, «για να βρει πάτημα η κυβέρνηση να βγάλει τους μπάτσους κομάντο στους δρόμους, την «ειδική μονάδα επαγρύπνησης», να ποινικοποιήσει την κουκούλα, να επιτεθεί εκ νέου στο άσυλο, βρίσκοντας ως πρόφαση ότι εκεί πέρα καταφεύγουν οι κουκουλοφόροι." Δεν μπορούμε όμως να αρνηθούμε ότι η περιοχή είναι ένα άβατο» διακόπτει η Αγγελική και η παρέα αρχίζει να αντιπαρατίθεται με ρυθμούς που αδυνατεί να καταγράψει το δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι.

Μετά ωστόσο από όλα αυτά, αναρωτιόμαστε και οι ίδιοι, πως μπορεί να είναι «άβατο» μια από τις πιο ελεύθερες και ανεξάρτητες περιοχές της πόλης. Τα πάντα διακινούνται ελεύθερα στα Εξάρχεια από ιδέες μέχρι ναρκωτικά, και άνθρωποι κάθε ιδιοσυγκρασίας διέρχονται ανενόχλητοι. Τα μαγαζιά που έχουν «πόρτα» στο Κολωνάκι θα μπορούσαν ίσως να χαρακτηριστούν άβατο, αλλά τίποτα δεν μπορεί να περιορίσει κανέναν στα Εξάρχεια. Τελικά ίσως «άβατο» μόνο για τα σώματα ασφαλείας, αλλά τολμούμε να πούμε πως αυτό είναι και το φυσιολογικό. Κανείς δεν θέλει αστυνομοκρατούμενη τη γειτονιά του.

Ο αντρέας θυμώνει με τους χαρακτηρισμούς που δίνουν τα Μέσα, κυρίως, στα Εξάρχεια και λέει: «περιμένουμε μετά από κάθε επεισόδιονα ακούσουμε στις ειδήσεις τι βλακεία θα πούνε πάλι οι ηλίθιοι δημοσιογράφοι.» Και η Βανέσα προσθέτει «είναι εντελώς εκτός τόπου αυτά που λένε, αν δεν ζήσεις κάτι από μέσα δεν μπορείς να έχεις άποψη.»

Ο Άγγελος δεν έχει μιλήσει καθόλου από την αρχή της συζήτησης, αφοσιωμένος στην επίλυση ενός σταυρόλεξου. Τον ρωτάμε επίμονα και δέχεται να διασπάσει για λίγο την ηρεμία του για να μας πει ποια είναι η διαφορά των δύο περιοχών: «παραδοσιακά στα Εξάρχεια κατοικούν φοιτητές γιατί εδώ ήταν το Πολυτεχνείο, το Χημείο και η Νομική, αυτό χαρακτηρίζει έντονα τη γειτονιά και ιστορικά να το δούμε. Το Κολωνάκι χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι είναι δίπλα στα κέντρα λήψης αποφάσεων, σε πρεσβείες, Υπουργεία και στη Βουλή και δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα κυριλέ εμπορικό κέντρο για τους Αθηναίους. Δεν μπορώ να τα φέρω σε αντιαράθεση, κάθε γειτονιά έχει διαφορετικό προσανατολισμό», μας λέει.

Αποχαιρετούμε τα παιδιά αφού τους ζητήσουμε να μας χαρακτηρίσουν τη γειτονιά τους. «Ελευθερία» λένε όλοι μαζί. Και για το Κολωνάκι; «Φόρμα, ποζεριά...» ο Άγγελος θα πει την τελευταία λέξη. «Και τα Εξάρχεια χαρακτηρίζονται από ποζεριά, άλλου είδους όμως. Εναλλακτίλα. Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» λέει και επιστρέφει στην ηρεμία που του εξασφαλίζει το εξαρχειώτικο περιβάλλον, όπου στις 11.30 το βράδυ σε ένα μπαράκι με δυνατή εναλλακική μουσική, είναι εντάξει να λύνεις χαλαρά το sudoku σου...

Λίγο αργότερα κατευθυνόμαστε και πάλι στο Κολωνάκι. Η πορεία που διαγράφουμε στις δύο γειτονιές , αντιστοιχεί στην ίδια την αντιπαράθεση που εξετάζουμε.

Βρίσκουμε στην Σόλωνος την Θοδώρα και την Ναταλία, 26 και 23 χρονών αντίστοιχα. Περιμένουν να πάρουν ταξί και δέχονται να μας μιλήσουν μέχρι κάποιο να βρεθεί. Εργάζονται και οι δύο στο Κολωνάκι αλλά η Θεοδώρα στο δίλλημα Εξάρχεια- Κολωνάκι, επιλέγει το πρώτο. «Γιατί είναι οι άνθρωποι εκεί διαφορετικοί. Αυτοί που μένουν, που διέρχονται, όλοι..» Η Ναταλία διαφωνεί. «Δεν μου αρέσουν τα Εξάρχεια, είναι βρώμικα και τα φοβάμαι.» Το ταξί έρχεται και δεν προλαβαίνει να τελειώσει το συλλογισμό της. Ο φόβος προς τα Εξάρχεια φαίνεται όμως, πως έτσι κι αλλιώς δεν έχει σαφή αιτιολόγηση. Όλοι όσοι μέχρι στιγμής λένε πως τα φοβούνται, δεν τα έχουν επισκεφθεί και δεν τα έχουν επισκεφθεί γιατί τα φοβούνται.

Ακριβώς πάνω στην περίφημη πλατεία Κολωνακίου συναντάμε τον Γιάννη, 19, φοιτητή στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Εξάρχεια ή Κολωνάκι; «Όταν έχουμε λεφτά πάμε Κολωνάκι, αλλιώς μας τρώνε τα Εξάρχεια. Εδώ μ’αρέσει η κλάση και η αίγλη, μ’αρέσει που είναι και λίγο γραφικό σαν περιοχή. Στα Εξάρχεια μου αρέσουν μόνο οι χαμηλές τιμές, ενώ προτιμώ περισσότερο την αισθητική στο Κολωνάκι. Όσο για το κόσμο, οι μισοί είναι κανονικοί κολωνακιώτες και ξέρουν τι τους γίνεται, δεν ψαρώνουν με φίρμες και λεφτά και οι άλλοι μισοί είναι βλάχοι που πάνε για να το παίξουν κάποιοι. Γενικά όμως ο κόσμος εδώ έχει τρόπους. Θα κάνει στην άκρη όταν περνάς δίπλα του στο πεζοδρόμιο, ενώ ο εξαρχειώτης νομίζει ότι το να μην έχει τρόπους είναι άποψη. Καμιά φορά οι κολωνακιώτες είναι και λίγο αλλαζόνες αλλά οι εξαρχιώτες είναι τσάμπα μάγκες∙ είναι αυτοί που κάνουν στην πραγματικότητα τα πάντα για το στυλ. Με ενοχλεί που πολλοί θεωρούν ότι τα παιδιά που βγαίνουν στο Κολωνάκι είναι ρηχοί και επιφανειακοί και συζητάνε μόνο για μόδα και οι κοπέλες για τα νύχια τους.» Αλλά για τί συζητάνε, τον ρωτάμε. «Για ό,τι συζητάνε όλοι οι άνθρωποι. Μπάλα, γκόμενες, και τα κορίτσια για μόδα και για σχέσεις. Α! Και για πολιτική», προσθέτει. Του ζητάμε να μας δώσει τον κλασικό μονολεκτικό χαρακτηρισμό για τις δύο περιοχές. «Εξάρχεια: χαλαρά, Κολωνάκι: στην τσίτα», μας λέει.

Η Μύρια, 20 και η Ιωάννα, 29 είναι οι μόνες από τους ανθρώπους που συναντήσαμε, που είναι μόνιμοι κάτοικοι των περιοχών αυτών. Η Ιωάννα μένει στα Εξάρχεια και αγαπάει υπερβολικά τη γειτονιά της, αν και παραδέχεται ότι τα τελευταία χρόνια έχει χαλάσει. Όταν τη ρωτάμε «γιατί Εξάρχεια;» απαντά: «γιατί Κολωνάκι», σαν να είναι αυτό από μόνο του αποτρεπτικό. «Είναι μια πολύ ζωντανή γειτονιά. Βγαίνεις έξω και δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου συμβεί», λέει. Αντίστοιχα η Μύρια, που μένει κοντά στον Λυκαβητό, μιλάει για μια πολύ ήσυχη και ασφαλή περιοχή. «Κυρίως γιατί ο κόσμος που μένει εκεί είναι συνήθως μεγάλης ηλικίας∙ πρόκειται για παλιούς Αθηναίους εκ των οποίων πολλοί απολαμβάνουν και μια κάποια κοινωνική καταξίωση. Κάτι που βρίσκω πραγματικά ενοχλητικό είναι όταν βλέπω Σάββατο πρωί να κατεβαίνουν όλα τα τζιπ από παντού στο Κολωνάκι, για να πιούνε καφέ, επειδή νομίζουν ότι είναι κάτι πολύ συγκλονιστικό να πιεις καφέ στο Κολωνάκι, Σάββατο πρωί». Και μετά από μια μικρή παύση προσθέτει: «τα μαγαζιά στο Κολωνάκι είναι παράφωνα φασαριόζικα και με ένα μονοδιάστατο στυλ για όλες τις ώρες και αυτό είναι που με κάνει τελικά να προτιμώ τα Εξάρχεια».

Είναι ήδη αρκετά αργά και στο Κολωνάκι ο κόσμος έχει αραιώσει εμφανώς. Λίγο παραδίπλα η νύχτα ακόμα δεν έχει αρχίσει και φτάνοντας στην Μεσολογγίου, μια ομάδα κουκουλοφόρων, χωρίς κουκούλες, έχει μια μικρή συνάντηση. Στα κοντινά μπαράκια ο κόσμος ακόμα πίνει ήρεμα την μπίρα του και εμείς αναζητούμε μια τελευταία γνώμη. Ο Νίκος είναι 20 χρονών, φοιτητής στη Νομική και παλιός συμμαθητής. «Εξάρχεια ή Κολωνάκι», θέτουμε το ερώτημα για τελευταία φορά. «Εξάρχεια και βόρεια, κατά προτίμηση. Από Καλλιδρομίου και πάνω, στην περιοχή που ονομάζεται Νεάπολη και για την οποία έχουν γραφτεί πολλά ωραία κείμενα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα του Μάτεση». Γιατί εκεί, ρωτάμε. «Γιατί τα νότια έχουν ένα διάχυτο πολιτικό στίγμα –αυτό της πρόσφατης κοινωνικής έκρηξης του Δεκέμβρη- και δεν μπορούμε να αναμετρώμαστε διαρκώς με αυτό».

«Τα Εξάρχεια έχουν συμβολοποιηθεί ως περοχή», μας λέει μεταξύ άλλων, "επειδή σε αυτά δρουν και κινούνται ανεξάρτητες συλλογικότητες, πολιτικοί φορείς και οργανώσεις, αναπτύσσουν εκτεταμένη κοινωνική δράση, ενώ είναι μαζικό το κίνημα πόλης μέσω της διεκδίκησης ελεύθερων χώρων στην περιοχή. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί και το πάρκο μεταξύ των οδών Χαριλάου Τρικούπη και Ζωοδόχου Πηγής». Και η αισθητική των ψυχαγωγικών χώρων; «Έχω την αίσθηση πως η αισθητική των μαγαζιών δεν είναι ψευδεπίγραφη. Επειδή οι τόποι και οι χώροι είναι οι άνθρωποι και οι άνθρωποι που περιτριγυρίζουν αυτά τα μέρη έχουν κάποια ψήγματα αυθεντικότητας, για αυτό και τα καφέ και τα ταβερνάκια έχουν κι αυτά κάποια ψήγματα αθεντικότητας». Θα πήγαινε ποτέ στο Κολωνάκι, ένας τέτοιος, συνειδήσει, εξαρχιώτης; «Δεν έχω κάποιο φετίχ με τις περιοχές, θα ήμουν μέσα εάν αποφασίζαμε να πάμε Κολωνάκι, και σχετικά με το ιδεολογικό χάσμα, αυτό μπορεί να ξεδιπλωθεί και μεις να πέσουμε μέσα του, σε οποιαδήποτε έκφανση της ζωής μας, δεν φαίνεται από τον καφέ στο Κολωνάκι. Εξάλλου δεν μπορούμε να αναπτύσουμε μικρές νησίδες με τις οποίες θα είμαστε απόλυτα συμφιλιωμένοι και πλήρως εξαρτημένοι και τον υπόλοιπο κόσμο να τον αφήνουμε στο περιθώριο και να τον παραθεωρούμε».

«Τι είναι τα Εξάρχεια τελικά;» «Ένας εξαιρετικά εμπνευστικός χώρος που έχει και εξαιρετικά ωραίες νερατζιές», μας λέει γελώντας. «Υπάρχει και ένα πολύ ωραίο κείμενο για τα Εξάρχεια του Άγγελου Ελεφάντη, διανοούμενου της Αριστεράς, ο οποίος έχει μια κριτική στάση για τα Εξάρχεια, να ψάξεις να το βρεις!».

Το ρεπορτάζ φτάνει στο τέλος και κατηφορίζουμε μαζί μέχρι την Ακαδημίας. Του κάνουμε την τελευταία ερώτηση, ζητάμε ένα μονολεκτικό, σημερινό, ορισμό για τις δύο περιοχές του κέντρου, που να συνοψίζει την ουσία του μέρους, αυτών που συμβολίζει και όσων υπονοεί. Για το Κολωνάκι, «Μπουρζουαζία», μας λέει. Και για τα Εξάρχεια; «Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος», απαντά με ένα βλέμμα που δείχνει το προφανές.

Κρατάμε πως οι τόποι είναι οι άνθρωποι. Δεν μπορέσαμε όμως να καταλάβουμε αν διαχωρίζεται πλήρως τελικά το φαίνεσθαι από το είναι, ή αν το ένα συνεπάγεται το άλλο. Έτσι κι αλλιώς δεν βγήκαμε στον δρόμο, παρά για μια ανάλαφρη συζήτηση με τους περαστικούς.

Οι γειτονιές του κέντρου παραμένουν ακόμα ζωντανές. Οι άθρωποι που τους δίνουν ζωή δεν είναι μονάχα οι κάτοικοι, αλλά και όσοι έρχονται από διαφορετικές πλευρές της Αθήνας, γιατί έχουν καταλάβει πως ο παλμός της πόλης χτυπάει εκεί δυνατότερα.

Τα Εξάρχεια και το Κολωνάκι ίσως είναι δύο διαφορετικοί τόποι, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι βρίσκονται δίπλα. Κάτι δηλώνει αυτό για τους κόσμους που περιβάλλουν∙ κάτι σημαίνει για τα αθρώπινα και τα χάσματα που μοιάζουν αγεφύρωτα.